Η Γυναίκα, κάθισε αναπαυτικά στο καρεκλάκι της παραλίας, κοίταξε ψηλά, μέσα από τη φυλλωσιά της λεύκας που της χάριζε απλόχερα τη σκιά της και θαύμασε τον καταγάλανο ουρανό. Άπλωσε τα πόδια της μέχρι το κύμα και χαμογέλασε στην εικόνα των κοραλί νυχιών της – σήμα κατατεθέν του καλοκαιριού.
Ευχαριστημένη,
έριξε μια ματιά στο παιδί της που κολυμπούσε στην ολοκάθαρη θάλασσα και σκέφτηκε,
πόσο ευλογημένοι είναι να ζουν στην Ελλάδα, αυτήν την πανέμορφη χώρα και να
μπορούν να απολαμβάνουν, διακοπές, σε έναν επίγειο παράδεισο, τον "δικό" τους
μικρό, οικογενειακό παράδεισο, σε τούτο εδώ το ψαροχώρι, στα παράλια της
Πελοποννήσου.
Μετά τις δύο
ατέλειωτες περιόδους της καραντίνας, και ειδικά μετά την τελευταία, που κράτησε
έξι μήνες και δεν μπορούσαν να πλησιάσουν στο αγαπημένο τους εξοχικό, μέσα στον
ασφυκτικό κλοιό της Αθήνας, ακόμα και το προάστειο που ζούσαν έμοιαζε φυλακή.
Οι άνθρωποι της πόλης, σκέφτηκε η Γυναίκα, πρέπει να πιέστηκαν πολύ, χάνοντας
κάθε επαφή με τη φύση. Είναι τραγικό, που δεν μπορούσαμε να πάμε μία εκδρομή,
να περπατήσουμε στην εξοχή, να χαθεί η ματιά μας σε ένα τέτοιο μπλε ή στο
πράσινο του δάσους!
Πήρε μια βαθιά
εισπνοή, έτσι, για να γεμίσουν τα πνευμόνια ιώδιο και σηκώθηκε από τη θέση της
γιατί είχε ήρθε η ώρα του μεσημεριανού. Φώναξε στη μικρή της να βγει από τη
θάλασσα και άρχισε να διπλώνει τις πετσέτες, διατηρώντας το χαμόγελο στα χείλη
της. Ήταν ευτυχισμένη!
Άκουσε πουλιά να
τσιρίζουν αταίριαστα με τη στιγμή και ασυνείδητα, γύρισε την πλάτη της, για να
κοιτάξει το βουνό, απ΄όπου πέταγαν τα πουλιά τρομαγμένα. Είδε πυκνούς καπνούς
να σκαρφαλώνουν πάνω από τις στέγες των σπιτιών και το χαμόγελό της, έγινε
ανησυχία. Τηλεφώνησε στον άντρα της, που είχε ανέβει νωρίτερα στο σπίτι τους
και του είπε να πάει στην ταράτσα να δει τι συμβαίνει. Βιαστικά, μάζεψε τα
πράγματά της κι άκουγε τους χωριανούς, που έκαναν μπάνιο μαζί και ήξεραν την
περιοχή, ότι απόψε θα καεί το χωριό, με τον Μαΐστρο που φυσούσε. Τρεις μέρες
πριν, η πυροσβεστική είχε καταφέρει να σβήσει σε δύο ώρες μία φωτιά που
ξεκίνησε στο βουνό. Όπως φαίνεται, η εστία είχε αναζωπυρωθεί.
Διατηρώντας την
ψυχραιμία της, κράτησε την πεντάχρονη κόρη της από το χέρι και ανέβηκαν στο
σπίτι. Μέσα της, έκανε μία προσευχή: «να μην προχωρήσει η φωτιά και να μην
κινδυνέψουν άνθρωποι». Στο μυαλό της, ερχόταν ξανά και ξανά, η ιστορία ενός
νεαρού που γνώριζε, ο οποίος κάηκε στη μεγάλη φωτιά στο Μάτι, πριν μερικά
χρόνια.
Ο Νεαρός, μαζί με
την αδερφή του, τη μητέρα του και την ηλικιωμένη που φρόντιζε η τελευταία,
κατέληξαν στη θάλασσα, προκειμένου να σωθούν από την πυρκαγιά που κατρακυλούσε
σαν πηκτή λάβα. Ο τρομερός άνεμος που φυσούσε, ξερίζωνε φλεγόμενα κλαδιά,
τέντες και ομπρέλες από την παραλία και κουκουνάρια σαν πύρινες μπάλες
πεταγόντουσαν πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων που είχαν πλημμυρίσει το νερό. Οι
καπνοί ήταν μία ακόμη αιτία που ανάγκαζε τους δυστυχισμένους να κολυμπούν
συνεχώς, όλο και πιο βαθιά, για πόσες ώρες, ούτε ένας θεός ξέρει.
Μάνα και κόρη,
ήταν δεμένες μεταξύ τους με μία μπλούζα, ενώ κράταγαν ήδη το πτώμα της
ηλικιωμένης γυναίκας, που από ώρα είχε αφήσει την τελευταία της πνοή. Ο Νεαρός,
κολυμπούσε πιο πέρα και αρνούνταν να πλησιάσει. Κάποια στιγμή και ο ίδιος
κουράστηκε και αφέθηκε στο τελευταίο του ταξίδι. Οι δύο γυναίκες, βρέθηκαν να
κολυμπούν με δύο πτώματα στα χέρια. Μέσα στα κλάματα και στο σπαραγμό τους, η
ανάγκη για επιβίωση τις πρόσταξε να εγκαταλείψουν τα πτώματα των αγαπημένων
τους για να σωθούν.
Αυτός ο τραγικός
χαμός του αθώου Νεαρού, ήταν μία στάμπα στην ψυχή της Γυναίκας η οποία ήξερε
πολύ καλά, πως μία στιγμή θέλει η ζωή για να τα φέρει όλα τούμπα. Η καρδιά της
χτύπαγε δυνατά, όταν με τον άντρα της ανέβηκαν, μαζί με το παιδί, στην ταράτσα
του σπιτιού τους και είδαν πως η φωτιά, δεν χρονοτριβούσε. Τα σύννεφά της είχαν
κρύψει τον ήλιο. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει ενώ πορτοκαλί λάμψεις έκαναν την
κατάσταση ασφυκτικά επείγουσα.
Όσην ώρα το
ζευγάρι συζητούσε για το τι έπρεπε να κάνουν, στην ταράτσα ανέβηκαν και οι
γείτονες τους, που έβλεπαν το χωριό τους να καίγεται και με τα μάτια της
φαντασίας τους, τα σπίτια τους, τα χωράφια τους, τα μαγαζιά τους, τους κόπους
μιας ζωής, να γίνονται στάχτη. Όλοι τους τότε, ένιωσαν μικροί κι ανήμποροι
μπροστά στο θεριό που ξέρναγε πάνω από τα κεφάλια τους.
Όσο να κατέβουν
στα σπίτια τους να πάρουν τα πράγματά τους, η αστυνομία είχε διατάξει εκκένωση
του οικισμού. Η Γυναίκα, προσπαθούσε να αξιολογήσει τι να πάρει μαζί της και τι
να αφήσει. Τι θα αντιμετωπίσουν; Πόσην ώρα θα χρειαστεί να λείψουν; Άραγε θα
καιγόταν το σπίτι τους ή θα το ξαναέβρισκαν και σε ποια κατάσταση; Θα πάνε
κάπου που θα έχει νερό να πιούν και κάτι να φάνε ή θα πρέπει να πάρει μαζί τις
τα αντίστοιχα; Να πάρει ρούχα και σκεπάσματα μήπως χρειαστεί να περάσουν τη
νύχτα έξω;
Το παιδί έστεκε
στην άκρη αμίλητο, μόνο κοίταζε. Τότε, η Γυναίκα σκέφτηκε πως το πιο πολύτιμο
ήταν οι ζωές τους. Πήρε μόνο ένα μπουκάλι νερό, λίγα μπισκότα, την τσάντα της,
τον υπολογιστή της και τα κλειδιά της, ενώ ο άντρας της έπαιρνε το κορίτσι τους
και τη δική του τσάντα στα χέρια, για να γλιτώσουν τουλάχιστον τη μηχανή και το
αμάξι τους.
Στο δρόμο,
επικρατούσε κομφούζιο. Αστυνομία, περιπολικά, πυροσβεστική, πεζοί, αυτοκίνητα…
Οι περισσότεροι πήγαιναν προς τα εκεί που πήγαινε και η φωτιά, με τη φορά του
αέρα. Αυτό, θα δημιουργούσε σίγουρο μποτιλιάρισμα. Έτσι, αποφάσισαν να πάνε
εκείνοι αντίθετα. Μπροστά ο άντρας της με τη μηχανή, πίσω η ίδια με το παιδί
στο αυτοκίνητο, να προσπαθεί να χωνέψει το τι έχει συμβεί, ενώ οι φλόγες τους
απειλούσαν πετώντας τα κόκκινα πέπλα τους πάνω από τα οχήματά τους.
Έφτασαν σε ένα
μέρος όπου ήταν ασφαλείς. Στάθηκαν να παρακολουθήσουν τα ελικόπτερα και τα
αεροπλάνα, να βουτάνε στη θάλασσα για να μεταφέρουν νερό στις εστίες. Οι ρίψεις
ήταν καταιγιστικές, ο θόρυβος τρομακτικός, λες και γινόταν αεροπορική εισβολή. Τα
πάντα έτριζαν. Η μικρή είχε κουλουριαστεί στην αγκαλιά του πατέρα της. Η Γυναίκα,
προσπαθούσε να επικοινωνήσει με φίλους και γνωστούς από το χωριό για να δει αν
είναι καλά και αν χρειαζόντουσαν κάποια βοήθεια. Ενημέρωσε και τους συγγενείς
τους που θα άκουγαν στις ειδήσεις πως έχει πιάσει φωτιά στο μέρος που
παραθερίζουν, ότι είναι καλά και περίμεναν τις εξελίξεις.
Μετά από δύο ώρες
παραμονής στον καύσωνα, αποφάσισαν να δοκιμάσουν να επιστρέψουν σπίτι τους,
μήπως τα πράγματα είχαν κοπάσει, όμως οι άνθρωποι της πυροσβεστικής τους
υποχρέωσαν να γυρίσουν πίσω. Αποφάσισαν να πάρουν τον δρόμο για Αθήνα. Οδήγησαν
πέντε ώρες μέσα στην αποπνικτική ζέστη και κάποια στιγμή, κατέληξαν κατάκοποι
αλλά άθικτοι, στην "ασφάλεια" της μόνιμης κατοικίας τους.
Όταν έσβησε η φωτιά
στον τόπο που παραθέριζαν και αποκαταστάθηκε το ρεύμα και το νερό που είχαν
διακοπεί, η Γυναίκα πήρε τη μικρή της κι επέστρεψαν στο εξοχικό για να δει το
μέγεθος της ζημιάς. Ο άντρας της, δεν είχε ακόμη άδεια κι έπρεπε να μείνει στην
Αθήνα, που έμοιαζε με παράδεισος, μακριά από την πύρινη κόλαση που είχαν ζήσει.
Όταν η Γυναίκα
αντίκρυσε τις ζημιές που προκλήθηκαν από την πυρκαγιά, είπε ότι το μέρος, είχε
Άγιο που το προστάτευσε. γιατί τα προβλήματα, σε σχέση με το μέγεθος της
φωτιάς, ήταν τα λιγότερα δυνατά. Το σπίτι τους έμεινε άθικτο. Μόνο η στάχτη και
η μυρωδιά του καμένου που είχαν τρυπώσει παντού, καθώς και η θέα των μαύρων
δέντρων που θύμιζαν φαντάσματα, έσφιγγαν την πληγή των ανθρώπων και της φύσης.
Όσο κι αν
προσπαθούσε η Γυναίκα να συνέλθει από τη θλίψη που της προκάλεσε αυτό το
ξαφνικό, δεν τα κατάφερνε. Σκέφτηκε πόσο τυχεροί στάθηκαν τούτη τη φορά, εκείνη, γιατί κάποιοι άλλοι δεν ήταν τυχεροί - ευχαριστούσε την
τύχη της - μα η καταστροφή ήταν μεγάλη στο οικοσύστημα. Πάντα υπήρχε ο φόβος για μία νέα φωτιά... Θυμήθηκε πως πριν την πυρκαγιά, μέρες πριν, την ψυχή της γυρόφερνε παρόμοια μελαγχολία, όμως δεν ήξερε
πως να την εξηγήσει κι έτσι την απέδωσε στην κατάσταση με τον κορωνοϊό. Πια
ήξερε πως είχε προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί…
Δύο μέρες μετά,
θα γινόντουσαν θεατές μιας άλλης φωτιάς που θα έκαιγε τρία μερόνυχτα μπρος στα
μάτια τους, όταν πύρινες γλώσσες θα κατέτρωγαν τα δέντρα στο βουνό απέναντί
τους και θα γλίστραγαν ανεμπόδιστες, από την άλλη μεριά για να συνεχίσουν το
καταστροφικό τους έργο. Παράλληλα, έγιναν τηλεθεατές εκατοντάδων άλλων
πυρκαγιών που είχαν ξεσπάσει ταυτόχρονα, με κυριότερες αυτές της Βόρειας
Εύβοιας και της Βαρυμπόμπης στην Αττική.
Εκεί κοντά,
εργαζόταν ο σύζυγος της Γυναίκας, έτσι, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες,
πέρασαν από τον παράδεισο της ηρεμίας και της ασφάλειας, στον ξαφνικό κίνδυνο
για τη ζωή τους. Η καταστροφή για το περιβάλλον ανυπολόγιστη. Άνθρωποι
κινδύνεψαν, ζώα κάηκαν ζωντανά, σπίτια καταστράφηκαν, ο απολογισμός είναι
ατελείωτος και το οικονομικό κόστος δεν μπορεί να καταγραφεί, σε μία οικονομία
ήδη ξεχαρβαλωμένη.
«Πήγαμε να
γλιτώσουμε από τον κορωνοιό και πέσαμε στις φωτιές», σκεφτόταν η Γυναίκα, η
οποία είχε ξεπεράσει αρρώστιες, θανάτους, χωρισμούς, αφραγκιές, απώλεια
εργασίας, απογοητεύσεις και ποτέ της δεν είχε νιώσει αυτόν τον φόβο, όσα δεινά
κι αν είχε αντιμετωπίσει στη ζωή της. Τα τελευταία χρόνια ένιωθε πως κάτι
σκοτεινό πλησιάζει. Κάτι που ξεπερνά την ανθρώπινη υπόσταση, κάτι ανυπέρβλητο,
που ότι και να κάνει ο άνθρωπος - στον οποίον η Γυναίκα πίστευε - δεν θα
μπορέσει να το αντιπαρέλθει, παρά μόνο να το δεχτεί, να προσαρμοστεί και να
παλέψει για να επιβιώσει.
Παράλληλα με τις
φωτιές που τελικά έκαψαν – και συνεχίζουν να καίνε ένα μεγάλο κομμάτι του
πλανήτη – οι πάντες μιλούν για την κλιματική αλλαγή, ενώ χιονοθύελλα πλήττει
την Αφρική την ίδια στιγμή που το θερμόμετρο στη Μεσόγειο φτάνει τους 48 βαθμούς
Κελσίου και πλημμύρες πνίγουν άλλες χώρες. Οι Ταλιμπάν, καταλαμβάνουν στο
Αφγανιστάν και χιλιάδες ψυχές προσπαθούν να γλιτώσουν, πιέζοντας ασφυκτικά, σαν «προσφυγικές ροές», σύνορα κρατών μεταξύ
των οποίων και τα δικά μας, τα ήδη ταλαιπωρημένα επί σειρά ετών. Οι Αφγανές
απειλούνται με αφανισμό και άλλες γυναίκες σκοτώνονται από τα χέρια των ανδρών
τους. Η μετάλλαξη Δ του κορωνοιού, ανατρέπει όσα οι ειδικοί μέχρι τώρα είχαν
καταφέρει να ανακαλύψουν για την πανδημία, ενώ φημολογείται ότι αυτό, είναι μόνο
η αρχή διαφόρων ιών που θα μαστίσουν την ανθρωπότητα.
Η Γυναίκα προβληματίζεται.
Άραγε υπάρχει κάπου ασφάλεια; Η αλήθεια είναι πως όχι. Ο άνθρωπος, όπως και
κάθε άλλο ζώο, είναι αναλώσιμος. Πουθενά δεν είναι ασφαλής. Όλα όσα φτιάχνει ο
άνθρωπος για να προστατευτεί, δίνουν την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Η ιστορία
του κόσμου δείχνει, ότι η ζωή, κλείνει τους κύκλους της για να τους ξανανοίξει.
Τούτη η γη, έχει περάσει πολλά. Κλιματικές αλλαγές έχουν υπάρξει και στα βάθη
του παρελθόντος. Ζώα εξαφανίστηκαν και άλλα, νέα εμφανίστηκαν. Ο άνθρωπος
εξελίχθηκε για να επιβιώσει. Την Γυναίκα αυτό την καθησυχάζει. «Αν εξελιχθούμε,
θα επιβιώσουμε. Άρα, στο χέρι μας είναι», σκέφτεται. Κάτι άλλος που απαλύνει
την ανησυχία της, είναι πως για να υπάρχει ακόμη αυτός ο πλανήτης, είναι πως,
στην προαιώνια μάχη του καλού με το κακό, το καλό κερδίζει και η ζωή
συνεχίζεται!
Αυτό, δίνει στη
Γυναίκα ελπίδα. Νιώθει ευγνώμων για τον μικρόκοσμό της. Από καιρό ξέρει πως
σκοπός της ζωής της και δύναμή της είναι να αναπαράγει το καλό, με όποιον τρόπο
μπορεί. Πιστεύει σε αυτή τη σωτηρία!









Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου